Οι φετινές παραγωγές ελαιολάδου «ξόρκισαν» το κακό περσινό προηγούμενο, μια χρονιά για την οποία οι ελαιοπαραγωγοί είχαν να λένε «να φύγει και να μην ξανάρθει». Έτσι, ακόμα και στις περιοχές όπου οι καιρικές συνθήκες ανέτρεψαν τις αρχικές πολύ αισιόδοξες προβλέψεις, οι παραγωγές είναι τέτοιες που σαφώς –με μεμονωμένες εξαιρέσεις– επαναφέρουν την κανονικότητα. Επιπλέον, φέτος, έπαιξε τον ρόλο του και ο παράγοντας της μικροκαρπίας που παρατηρήθηκε και στην επιτραπέζια ελιά, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας, με αποτέλεσμα πολλοί παραγωγοί, ακόμα και σε περιοχές με προφίλ παραγωγών κυρίως βρώσιμης ελιάς, όπως είναι η Χαλκιδική, η Άρτα και η Φθιώτιδα, να κάνουν την επιλογή της ελαιοποίησης, επιδιώκοντας ένα καλύτερο οικονομικό αποτέλεσμα.
Σε ένα διεθνές περιβάλλον, στο οποίο αναμένεται αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής κατά 14%, καθώς και αύξηση της κατανάλωσης κατά 5%, (εκτιμήσεις Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιολάδου – IOC), που θεωρείται ότι θα δώσει ώθηση και στις τιμές, η ελληνική παραγωγή δίνει αυξημένες ποσότητες με διψήφια ποσοστά. Σε ορισμένες περιοχές, μάλιστα, η αύξηση των ποσοτήτων ανέρχεται ακόμα και σε υπερδιπλασιασμό, όπως στην Ηλεία, όπου η αύξηση εκτιμάται στο 150%, στην Αργολίδα στο 140%, στη Μαγνησία και στις Σποράδες στο 290%, με τη φετινή παραγωγή εκεί να ξεπερνάει τις 12.000 τόνους. Την ίδια στιγμή, και η ίδια η ποιότητα του ελαιολάδου, οι πολύ χαμηλές φετινές οξύτητες, ακόμα και κάτω από 0,2 σε περιοχές που είναι ταυτισμένες με την ελαιοκομία, όπως η Μεσσηνία και η Λακωνία, δημιουργούν βάσιμη αισιοδοξία για τις τιμές. Με τιμή εκκίνησης τα 4 ευρώ, έπιασαν στην πορεία και 4,60, για να παρουσιάσουν τις τελευταίες εβδομάδες μια αναμενόμενη, για το τέλος του χρόνου, κάμψη.
Στον αντίποδα, απώλειες στη φετινή παραγωγή ελαιολάδου καταγράφει η Θεσπρωτία και η Πρέβεζα κατά 37,5% και 33% αντίστοιχα, λόγω της παρατεταμένης ανομβρίας που προηγήθηκε της συγκομιδής. Μειωμένο κατά 30% και στον Έβρο το ελαιόλαδο, ωστόσο με καλής ποιότητας ελιά, και κατά 67% στη Σαμοθράκη.